Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈvɛnto]

το μοναστήρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conventicola conventuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convenienza (θηλ.ουσ)
convenire (ρ.αμτβ.)
convenire (ρ. μτβ.)
convenirsi (ρ. μ. αμτβ.)
conventicola (θηλ.ουσ)
convento (ουσ αρσ )
conventuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
convenzionale (αρσ. επίθ και ουσ)
convenzionalismo (ουσ αρσ )
convenzionalmente (επίρ.)
convenzionare (ρ. μτβ.)
convenzionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
convenzionato (επίθ.)
convenzione (θηλ.ουσ)
convergente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convergenza (θηλ.ουσ)
convergere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
conversa (θηλ.ουσ)
conversare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---