Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convenìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konveˈnire]

1 συναντιέμαι
2 συγκεντρώνομαι
3 συναθροίζομαι
4 βολεύω
5 παραδέχομαι
6 συμφωνώ
7 συμφέρει
8 πρέπει
9 είμαι αναγκαίος
10 μαζεύομαι
11 αξίζω
12 ταιριάζω

convenìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konveˈnire]

1 κλητεύω
2 διαπραγματεύομαι

convenìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konveˈnirsi]

1 είμαι κατάλληλος
2 γίνομαι
3 εξυπηρετούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convenienza conventicola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convenevole (ουσ αρσ )
convenevole (επίθ.)
convenevolezza (θηλ.ουσ)
conveniente (επίθ.)
convenienza (θηλ.ουσ)
convenire (ρ.αμτβ.)
convenire (ρ. μτβ.)
convenirsi (ρ. μ. αμτβ.)
conventicola (θηλ.ουσ)
convento (ουσ αρσ )
conventuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
convenzionale (αρσ. επίθ και ουσ)
convenzionalismo (ουσ αρσ )
convenzionalmente (επίρ.)
convenzionare (ρ. μτβ.)
convenzionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
convenzionato (επίθ.)
convenzione (θηλ.ουσ)
convergente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---