Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconveniènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konveˈnjɛntsa] 1 πλεονέκτημα 2 σκοπιμότητα 3 φτήνια 4 όφελος 5 συμφέρον 6 συσκευή για ανετότερη ζωή 7 άνεση 8 ευκαιρία 9 αρμοδιότητα 10 καταλληλότητα 11 ευκολία 12 λογική τιμή 13 ευπρέπεια 14 ταίριασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |