Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contuttociò  
σύνδεσμος

Προσφορά I.P.A.: [kon,tuttoˈʧɔ]

1 όμως
2 εν τούτοις
3 ωστόσο
4 παρ'όλα αυτά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contuttoché conurbazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conturbare (ρ. μτβ.)
conturbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contusione (θηλ.ουσ)
contuso (αρσ. επίθ και ουσ)
contuttoché (σύνδ.)
contuttociò (σύνδ.)
conurbazione (θηλ.ουσ)
convalescente (ουσ αρσ και θηλ.)
convalescente (επίθ.)
convalescenza (θηλ.ουσ)
convalescenzario (ουσ αρσ )
convalida (θηλ.ουσ)
convalidamento (ουσ αρσ )
convalidare (ρ. μτβ.)
convalidazione (θηλ.ουσ)
convalle (θηλ.ουσ)
convegnista (ουσ αρσ και θηλ.)
convegno (ουσ αρσ )
convenevole (ουσ αρσ )
convenevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---