Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conurbazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konurbatˈtsjone]

αστικοποίηση συνεχής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contuttociò convalescente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conturbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contusione (θηλ.ουσ)
contuso (αρσ. επίθ και ουσ)
contuttoché (σύνδ.)
contuttociò (σύνδ.)
conurbazione (θηλ.ουσ)
convalescente (ουσ αρσ και θηλ.)
convalescente (επίθ.)
convalescenza (θηλ.ουσ)
convalescenzario (ουσ αρσ )
convalida (θηλ.ουσ)
convalidamento (ουσ αρσ )
convalidare (ρ. μτβ.)
convalidazione (θηλ.ουσ)
convalle (θηλ.ουσ)
convegnista (ουσ αρσ και θηλ.)
convegno (ουσ αρσ )
convenevole (ουσ αρσ )
convenevole (επίθ.)
convenevolezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---