Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contùndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtundere]

1 μωλωπίζω
2 ζουλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contundente conturbamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contumace (επίθ.)
contumacia (θηλ.ουσ)
contumaciale (επίθ.)
contumelia (θηλ.ουσ)
contundente (επίθ.)
contundere (ρ. μτβ.)
conturbamento (ουσ αρσ )
conturbante (επίθ.)
conturbare (ρ. μτβ.)
conturbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contusione (θηλ.ουσ)
contuso (αρσ. επίθ και ουσ)
contuttoché (σύνδ.)
contuttociò (σύνδ.)
conurbazione (θηλ.ουσ)
convalescente (ουσ αρσ και θηλ.)
convalescente (επίθ.)
convalescenza (θηλ.ουσ)
convalescenzario (ουσ αρσ )
convalida (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---