Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conturbànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konturˈbante]

1 συναρπαστικός
2 εντυπωσιακός
3 προκαλών ανησυχία
4 ανησυχητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conturbamento conturbare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contumaciale (επίθ.)
contumelia (θηλ.ουσ)
contundente (επίθ.)
contundere (ρ. μτβ.)
conturbamento (ουσ αρσ )
conturbante (επίθ.)
conturbare (ρ. μτβ.)
conturbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contusione (θηλ.ουσ)
contuso (αρσ. επίθ και ουσ)
contuttoché (σύνδ.)
contuttociò (σύνδ.)
conurbazione (θηλ.ουσ)
convalescente (ουσ αρσ και θηλ.)
convalescente (επίθ.)
convalescenza (θηλ.ουσ)
convalescenzario (ουσ αρσ )
convalida (θηλ.ουσ)
convalidamento (ουσ αρσ )
convalidare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---