Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contumèlia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontuˈmɛlja]

1 προσβολή
2 χλεύη
3 περιφρόνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contumaciale contundente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controviale (ουσ αρσ )
controvoglia (επίρ.)
contumace (επίθ.)
contumacia (θηλ.ουσ)
contumaciale (επίθ.)
contumelia (θηλ.ουσ)
contundente (επίθ.)
contundere (ρ. μτβ.)
conturbamento (ουσ αρσ )
conturbante (επίθ.)
conturbare (ρ. μτβ.)
conturbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contusione (θηλ.ουσ)
contuso (αρσ. επίθ και ουσ)
contuttoché (σύνδ.)
contuttociò (σύνδ.)
conurbazione (θηλ.ουσ)
convalescente (ουσ αρσ και θηλ.)
convalescente (επίθ.)
convalescenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---