Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconturbaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konturbaˈmento] 1 διέγερση 2 ανυπομονησία 3 ανησυχία 4 έξαψη 5 διατάραξη 6 διαταραχή 7 ταραχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |