Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontumàcia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kontuˈmaʧa] 1 απομόνωση 2 καραντίνα 3 απουσία 4 ερημοδικία 5 φυγοδικία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |