Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contumàcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontuˈmaʧa]

1 απομόνωση
2 καραντίνα
3 απουσία
4 ερημοδικία
5 φυγοδικία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contumace contumaciale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controvertibile (επίθ.)
controvetrata (θηλ.ουσ)
controviale (ουσ αρσ )
controvoglia (επίρ.)
contumace (επίθ.)
contumacia (θηλ.ουσ)
contumaciale (επίθ.)
contumelia (θηλ.ουσ)
contundente (επίθ.)
contundere (ρ. μτβ.)
conturbamento (ουσ αρσ )
conturbante (επίθ.)
conturbare (ρ. μτβ.)
conturbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contusione (θηλ.ουσ)
contuso (αρσ. επίθ και ουσ)
contuttoché (σύνδ.)
contuttociò (σύνδ.)
conurbazione (θηλ.ουσ)
convalescente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---