Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


controvetràta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontroveˈtrata]

διπλό παράθυρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controvertibile controviale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controvento (ουσ αρσ )
controversia (θηλ.ουσ)
controverso (επίθ.)
controvertere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
controvertibile (επίθ.)
controvetrata (θηλ.ουσ)
controviale (ουσ αρσ )
controvoglia (επίρ.)
contumace (επίθ.)
contumacia (θηλ.ουσ)
contumaciale (επίθ.)
contumelia (θηλ.ουσ)
contundente (επίθ.)
contundere (ρ. μτβ.)
conturbamento (ουσ αρσ )
conturbante (επίθ.)
conturbare (ρ. μτβ.)
conturbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contusione (θηλ.ουσ)
contuso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---