Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontrovèrsia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kontroˈvɛrsja] 1 διαφωνία 2 επιχειρηματολογία 3 αντιδικία 4 διεκδίκηση 5 αμφισβήτηση 6 φιλονικία 7 καβγάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |