Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arrugginìrsi (ρ. μ. αμτβ.) arteriectomìa (θηλ.ουσ)
arrugginìto (επίθ.) arterioscleròsi, arteriosclèrosi (θηλ.ουσ)
arruolaménto (ουσ αρσ ) arterioscleròtico (αρσ. επίθ και ουσ)
arruolàre (ρ. μτβ.) arterióso (επίθ.)
arruolàrsi (ρ. μ. αμτβ.) arterìte (θηλ.ουσ)
arruolatore (ουσ αρσ ) artesiàno (επίθ.)
arsèlla (θηλ.ουσ) àrtico (αρσ. επίθ και ουσ)
arsenàle (ουσ αρσ ) articolàre (επίθ.)
arsenalòtto (ουσ αρσ ) articolàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
arseniàto (ουσ αρσ ) articolataménte (επίρ.)
arsenicàle (αρσ. επίθ και ουσ) articolazióne (θηλ.ουσ)
arsenicàto (επίθ.) articolétto (ουσ αρσ )
arsènico (ουσ αρσ ) articolìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
arsìccio (αρσ. επίθ και ουσ) artìcolo (ουσ αρσ )
arsìna (θηλ.ουσ) artière (ουσ αρσ )
arsióne (θηλ.ουσ) artificiàle (επίθ.)
àrso (επίθ.) artificière (ουσ αρσ )
arsùra (θηλ.ουσ) artifìcio (ουσ αρσ )
artataménte (επίρ.) artificiosità (θηλ.ουσ)
àrte (θηλ.ουσ) artificióso (επίθ.)
artefàre (ρ. μτβ.) artifìzio (ουσ αρσ )
artéfice (ουσ αρσ και θηλ.) artigianàle (επίθ.)
Artèmide (θηλ.ουσ) artigianàto (ουσ αρσ )
artemìsia (θηλ.ουσ) artigiàno (ουσ αρσ )
artèria (θηλ.ουσ) artigiàno (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: