Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


artigiàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [artiˈʤano]

ο χειροτέχνης

artigiàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [artiˈʤano]

1 εργαζόμενος
2 χειροτεχνικός
3 βιοτεχνικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  artigianato artigliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

artificiosità (θηλ.ουσ)
artificioso (επίθ.)
artifizio (ουσ αρσ )
artigianale (επίθ.)
artigianato (ουσ αρσ )
artigiano (ουσ αρσ )
artigiano (επίθ.)
artigliare (ρ. μτβ.)
artigliere (ουσ αρσ )
artiglieria (θηλ.ουσ)
artiglio (ουσ αρσ )
artiodattilo (ουσ αρσ )
artista (ουσ αρσ και θηλ.)
artistico (αρσ. επίθ και ουσ)
arto (ουσ αρσ )
artralgia (θηλ.ουσ)
artrite (θηλ.ουσ)
artritico (αρσ. επίθ και ουσ)
artritismo (ουσ αρσ )
artrologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---