Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόartigiàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [artiˈʤano] ο χειροτέχνης artigiàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [artiˈʤano] 1 εργαζόμενος 2 χειροτεχνικός 3 βιοτεχνικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |