Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈarto]

1 άρθρο
2 μέλος (σώματος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  artistico artralgia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

artiglieria (θηλ.ουσ)
artiglio (ουσ αρσ )
artiodattilo (ουσ αρσ )
artista (ουσ αρσ και θηλ.)
artistico (αρσ. επίθ και ουσ)
arto (ουσ αρσ )
artralgia (θηλ.ουσ)
artrite (θηλ.ουσ)
artritico (αρσ. επίθ και ουσ)
artritismo (ουσ αρσ )
artrologia (θηλ.ουσ)
artropatia (θηλ.ουσ)
artropodi (ουσ αρσ πληθ.)
artrosi (θηλ.ουσ)
artrotomia (θηλ.ουσ)
aruspice (ουσ αρσ )
arvicola (θηλ.ουσ)
arzigogolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arzigogolato (επίθ.)
arzigogolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---