Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


artròsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [arˈtrɔzi]

άρθρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  artropodi artrotomia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

artritico (αρσ. επίθ και ουσ)
artritismo (ουσ αρσ )
artrologia (θηλ.ουσ)
artropatia (θηλ.ουσ)
artropodi (ουσ αρσ πληθ.)
artrosi (θηλ.ουσ)
artrotomia (θηλ.ουσ)
aruspice (ουσ αρσ )
arvicola (θηλ.ουσ)
arzigogolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arzigogolato (επίθ.)
arzigogolo (ουσ αρσ )
arzillo (επίθ.)
arzinga (θηλ.ουσ)
asbesto (ουσ αρσ )
asbestosi (θηλ.ουσ)
ascaride (ουσ αρσ )
ascaridiasi (θηλ.ουσ)
ascella (θηλ.ουσ)
ascellare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---