Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arzìllo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [arˈdzillo]

1 σφριγηλός
2 ελαφρά μεθυσμένος
3 ζωηρός
4 δραστήριος
5 ενεργητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arzigogolo arzinga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aruspice (ουσ αρσ )
arvicola (θηλ.ουσ)
arzigogolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arzigogolato (επίθ.)
arzigogolo (ουσ αρσ )
arzillo (επίθ.)
arzinga (θηλ.ουσ)
asbesto (ουσ αρσ )
asbestosi (θηλ.ουσ)
ascaride (ουσ αρσ )
ascaridiasi (θηλ.ουσ)
ascella (θηλ.ουσ)
ascellare (επίθ.)
ascendentale (ουσ αρσ )
ascendentale (επίθ.)
ascendente (ουσ αρσ )
ascendenza (θηλ.ουσ)
ascendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ascensionale (επίθ.)
ascensione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---