Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arzigogolàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ardzigogoˈlare]

1 απορροφούμαι σε σκέψεις
2 μηχανεύομαι
3 συλλογίζομαι
4 σκευωρώ
5 μελετώ βαθιά και σοβαρά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arvicola arzigogolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

artropodi (ουσ αρσ πληθ.)
artrosi (θηλ.ουσ)
artrotomia (θηλ.ουσ)
aruspice (ουσ αρσ )
arvicola (θηλ.ουσ)
arzigogolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arzigogolato (επίθ.)
arzigogolo (ουσ αρσ )
arzillo (επίθ.)
arzinga (θηλ.ουσ)
asbesto (ουσ αρσ )
asbestosi (θηλ.ουσ)
ascaride (ουσ αρσ )
ascaridiasi (θηλ.ουσ)
ascella (θηλ.ουσ)
ascellare (επίθ.)
ascendentale (ουσ αρσ )
ascendentale (επίθ.)
ascendente (ουσ αρσ )
ascendenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---