Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ascendènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aʃʃenˈdɛntsa]

1 πρόγονοι
2 προπάτορες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ascendente ascendere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ascella (θηλ.ουσ)
ascellare (επίθ.)
ascendentale (ουσ αρσ )
ascendentale (επίθ.)
ascendente (ουσ αρσ )
ascendenza (θηλ.ουσ)
ascendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ascensionale (επίθ.)
ascensione (θηλ.ουσ)
ascensionista (ουσ αρσ και θηλ.)
ascensore (ουσ αρσ )
ascensorista (ουσ αρσ και θηλ.)
ascesa (θηλ.ουσ)
ascesi (θηλ.ουσ)
ascesso (ουσ αρσ )
asceta (ουσ αρσ και θηλ.)
ascetica (θηλ.ουσ)
ascetico (επίθ.)
ascetismo (ουσ αρσ )
ascia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---