Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόascésa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aʃˈʃesa] 1 ανηφόρα 2 ανύψωση 3 ανατολή 4 ανέβασμα 5 αναρρίχηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |