Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ascetìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aʃʃeˈtizmo]

ασκητισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ascetico ascia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ascesi (θηλ.ουσ)
ascesso (ουσ αρσ )
asceta (ουσ αρσ και θηλ.)
ascetica (θηλ.ουσ)
ascetico (επίθ.)
ascetismo (ουσ αρσ )
ascia (θηλ.ουσ)
asciata (θηλ.ουσ)
ascidiacei (ουσ αρσ πληθ.)
ascidio (ουσ αρσ )
ascisc (ουσ αρσ )
ascissa (θηλ.ουσ)
ascite (θηλ.ουσ)
ascitico (αρσ. επίθ και ουσ)
asciugacapelli (ουσ αρσ )
asciugamano (ουσ αρσ )
asciugante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
asciugare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
asciugarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
asciugatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---