Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


asciugacapélli  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aʃ,ʃugakaˈpelli]

πιστολάκι στεγνώματος μαλλιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ascitico asciugamano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ascidio (ουσ αρσ )
ascisc (ουσ αρσ )
ascissa (θηλ.ουσ)
ascite (θηλ.ουσ)
ascitico (αρσ. επίθ και ουσ)
asciugacapelli (ουσ αρσ )
asciugamano (ουσ αρσ )
asciugante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
asciugare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
asciugarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
asciugatoio (ουσ αρσ )
asciugatrice (θηλ.ουσ)
asciugatura (θηλ.ουσ)
asciuttezza (θηλ.ουσ)
asciutto (ουσ αρσ )
asciutto (επίθ.)
ascoltare (ρ. μτβ.)
ascoltatore (ουσ αρσ )
ascoltazione (θηλ.ουσ)
ascolto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---