Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόasciuttézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aʃʃutˈtettsa] 1 στεγνότητα 2 ξηρασία 3 αδυναμία 4 στέγνα 5 ξηρότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |