Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ascrìvere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈkrivere]

1 αριθμώ
2 καταμετρώ
3 προσάπτω
4 εγγράφω
5 συγκαταλέγω
6 απαριθμώ
7 καταλογίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ascorbico asepsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ascoltatore (ουσ αρσ )
ascoltazione (θηλ.ουσ)
ascolto (ουσ αρσ )
ascondere (ρ. μτβ.)
ascorbico (επίθ.)
ascrivere (ρ. μτβ.)
asepsi (θηλ.ουσ)
asessuale (επίθ.)
asessuato (επίθ.)
asettico (επίθ.)
asfaltare (ρ. μτβ.)
asfaltatura (θηλ.ουσ)
asfaltico (επίθ.)
asfaltista (ουσ αρσ και θηλ.)
asfalto (ουσ αρσ )
asfissia (θηλ.ουσ)
asfissiante (επίθ.)
asfissiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
asfittico (επίθ.)
asfodelo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---