Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ascóndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈkondere]

1 κρύβω
2 αποκρύβω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ascolto ascorbico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asciutto (επίθ.)
ascoltare (ρ. μτβ.)
ascoltatore (ουσ αρσ )
ascoltazione (θηλ.ουσ)
ascolto (ουσ αρσ )
ascondere (ρ. μτβ.)
ascorbico (επίθ.)
ascrivere (ρ. μτβ.)
asepsi (θηλ.ουσ)
asessuale (επίθ.)
asessuato (επίθ.)
asettico (επίθ.)
asfaltare (ρ. μτβ.)
asfaltatura (θηλ.ουσ)
asfaltico (επίθ.)
asfaltista (ουσ αρσ και θηλ.)
asfalto (ουσ αρσ )
asfissia (θηλ.ουσ)
asfissiante (επίθ.)
asfissiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---