Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


asessuàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [asessuˈale]

ασεξουαλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  asepsi asessuato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ascolto (ουσ αρσ )
ascondere (ρ. μτβ.)
ascorbico (επίθ.)
ascrivere (ρ. μτβ.)
asepsi (θηλ.ουσ)
asessuale (επίθ.)
asessuato (επίθ.)
asettico (επίθ.)
asfaltare (ρ. μτβ.)
asfaltatura (θηλ.ουσ)
asfaltico (επίθ.)
asfaltista (ουσ αρσ και θηλ.)
asfalto (ουσ αρσ )
asfissia (θηλ.ουσ)
asfissiante (επίθ.)
asfissiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
asfittico (επίθ.)
asfodelo (αρσ. επίθ και ουσ)
Asia (θηλ.ουσ)
asiatico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---