Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


asfissìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [asfisˈsia]

ασφυξία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  asfalto asfissiante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asfaltare (ρ. μτβ.)
asfaltatura (θηλ.ουσ)
asfaltico (επίθ.)
asfaltista (ουσ αρσ και θηλ.)
asfalto (ουσ αρσ )
asfissia (θηλ.ουσ)
asfissiante (επίθ.)
asfissiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
asfittico (επίθ.)
asfodelo (αρσ. επίθ και ουσ)
Asia (θηλ.ουσ)
asiatico (αρσ. επίθ και ουσ)
asilo (ουσ αρσ )
asimmetria (θηλ.ουσ)
asimmetrico (επίθ.)
asina (θηλ.ουσ)
asinaggine (θηλ.ουσ)
asinaio (ουσ αρσ )
asinata (θηλ.ουσ)
asincronia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---