ItalianoGreco


asìlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈzilo]

1 (rifugio) το άσυλο
2 (nido) το νηπιαγωγείο
3 (scuola materna) ο παιδικός σταθμός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


asilo [αρσ.] infantile = ο παιδικός σταθμός || asilo [αρσ.] nido = ο βρεφικός σταθμός || asilo [αρσ.] politico = το πολιτικό άσυλο || maestra [θηλ.] d'asilo = η νηπιαγωγός



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---