Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


asincronìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asinkroˈnizmo]

έλλειψη συγχρονισμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  asincronia asincrono  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asina (θηλ.ουσ)
asinaggine (θηλ.ουσ)
asinaio (ουσ αρσ )
asinata (θηλ.ουσ)
asincronia (θηλ.ουσ)
asincronismo (ουσ αρσ )
asincrono (επίθ.)
asindetico (επίθ.)
asindeto (ουσ αρσ )
asinello (ουσ αρσ )
asineria (θηλ.ουσ)
asinesco (επίθ.)
asinino (επίθ.)
asinità (θηλ.ουσ)
asino (ουσ αρσ )
asintotico (επίθ.)
asintoto (ουσ αρσ )
asismico (επίθ.)
asma (ουσ αρσ και θηλ.)
asmatico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---