Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


asmàtico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [azˈmatiko]

ασθματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  asma asociale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asino (ουσ αρσ )
asintotico (επίθ.)
asintoto (ουσ αρσ )
asismico (επίθ.)
asma (ουσ αρσ και θηλ.)
asmatico (αρσ. επίθ και ουσ)
asociale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
asocialità (θηλ.ουσ)
asola (θηλ.ουσ)
asolaia (θηλ.ουσ)
asolatrice (θηλ.ουσ)
asparageto (ουσ αρσ )
asparagiaia (θηλ.ουσ)
asparago (ουσ αρσ )
aspatura (θηλ.ουσ)
aspergere (ρ. μτβ.)
asperità (θηλ.ουσ)
aspermia (θηλ.ουσ)
asperrimo (επίθ.)
aspersione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---