Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aspersióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [asperˈsjone]

1 αγιασμός
2 ράντισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  asperrimo aspersorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aspatura (θηλ.ουσ)
aspergere (ρ. μτβ.)
asperità (θηλ.ουσ)
aspermia (θηλ.ουσ)
asperrimo (επίθ.)
aspersione (θηλ.ουσ)
aspersorio (αρσ. επίθ και ουσ)
aspettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aspettarsi (ρ.μ. (αντων.))
aspettativa (θηλ.ουσ)
aspettazione (θηλ.ουσ)
aspetto (ουσ αρσ )
aspic (ουσ αρσ )
aspide (ουσ αρσ )
aspirante (ουσ αρσ )
aspirante (επίθ.)
aspirapolvere (ουσ αρσ )
aspirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aspiratore (ουσ αρσ )
aspirazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---