Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaspettatìva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aspettaˈtiva] 1 προσδοκία 2 άδεια (απουσίας) 3 ελπίδα 4 αναμονή 5 προσμονή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |