Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aspiratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aspiraˈtore]

1 απορροφητήρας
2 συσκευή αναπνοής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aspirare aspirazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aspide (ουσ αρσ )
aspirante (ουσ αρσ )
aspirante (επίθ.)
aspirapolvere (ουσ αρσ )
aspirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aspiratore (ουσ αρσ )
aspirazione (θηλ.ουσ)
aspirina (θηλ.ουσ)
aspo (ουσ αρσ )
asportabile (επίθ.)
asportare (ρ. μτβ.)
asportazione (θηλ.ουσ)
aspramente (επίρ.)
aspretto (αρσ. επίθ και ουσ)
asprezza (θηλ.ουσ)
asprì (ουσ αρσ )
asprigno (ουσ αρσ )
asprigno (επίθ.)
aspro (επίθ.)
assaggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---