Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόasprì
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [asˈpri] 1 ψαραετός 2 σταυραετός 3 αλιαετός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |