Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


asprézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [asˈprettsa]

1 ξινίλα
2 στυφάδα
3 αγένεια
4 βαναυσότητα
5 σκληρότητα
6 τραχύτητα
7 σκληράδα
8 αγουρίλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aspretto asprì  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asportabile (επίθ.)
asportare (ρ. μτβ.)
asportazione (θηλ.ουσ)
aspramente (επίρ.)
aspretto (αρσ. επίθ και ουσ)
asprezza (θηλ.ουσ)
asprì (ουσ αρσ )
asprigno (ουσ αρσ )
asprigno (επίθ.)
aspro (επίθ.)
assaggiare (ρ. μτβ.)
assaggiatore (ουσ αρσ )
assaggiatura (θηλ.ουσ)
assaggio (ουσ αρσ )
assai (επίρ.)
assale (ουσ αρσ )
assalire (ρ. μτβ.)
assalitore (αρσ. επίθ και ουσ)
assaltare (ρ. μτβ.)
assaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---