Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassaltàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [assalˈtare] 1 επιτίθεμαι 2 κάνω επίθεση 3 προσβάλλω 4 ξαμώνω 5 σαλτάρω 6 χτυπώ 7 εφορμώ 8 ληστεύω με απειλή όπλου 9 επέρχομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |