Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assaltatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [assaltaˈtore]

1 εφορμών
2 επιτιθέμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assaltare assalto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assai (επίρ.)
assale (ουσ αρσ )
assalire (ρ. μτβ.)
assalitore (αρσ. επίθ και ουσ)
assaltare (ρ. μτβ.)
assaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
assalto (ουσ αρσ )
assaporamento (ουσ αρσ )
assaporare (ρ. μτβ.)
assaporire (ρ. μτβ.)
assassinare (ρ. μτβ.)
assassinio (ουσ αρσ )
assassino (αρσ. επίθ και ουσ)
asse (ουσ αρσ )
asse (θηλ.ουσ)
assecondare (ρ. μτβ.)
assediante (ουσ αρσ και θηλ.)
assediante (επίθ.)
assediare (ρ. μτβ.)
assediato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---