Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assaporaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [assaporaˈmento]

1 γεύση
2 νοστιμάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assalto assaporare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assalire (ρ. μτβ.)
assalitore (αρσ. επίθ και ουσ)
assaltare (ρ. μτβ.)
assaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
assalto (ουσ αρσ )
assaporamento (ουσ αρσ )
assaporare (ρ. μτβ.)
assaporire (ρ. μτβ.)
assassinare (ρ. μτβ.)
assassinio (ουσ αρσ )
assassino (αρσ. επίθ και ουσ)
asse (ουσ αρσ )
asse (θηλ.ουσ)
assecondare (ρ. μτβ.)
assediante (ουσ αρσ και θηλ.)
assediante (επίθ.)
assediare (ρ. μτβ.)
assediato (αρσ. επίθ και ουσ)
assedio (ουσ αρσ )
assegnabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---