Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assèdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈsɛdjo]

1 αποκλεισμός οχυρού
2 πολιορκία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assediato assegnabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assecondare (ρ. μτβ.)
assediante (ουσ αρσ και θηλ.)
assediante (επίθ.)
assediare (ρ. μτβ.)
assediato (αρσ. επίθ και ουσ)
assedio (ουσ αρσ )
assegnabile (επίθ.)
assegnamento (ουσ αρσ )
assegnare (ρ. μτβ.)
assegnatario (ουσ αρσ )
assegnato (επίθ.)
assegnazione (θηλ.ουσ)
assegno (ουσ αρσ )
assemblaggio (ουσ αρσ )
assemblare (ρ. μτβ.)
assemblea (θηλ.ουσ)
assembleare (επίθ.)
assembramento (ουσ αρσ )
assembrare (ρ. μτβ.)
assembrarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---