Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assegnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [asseɲˈɲare]

1 αναθέτω
2 απονέμω
3 κατανέμω
4 κατευθύνω
5 παραχωρώ δικαίωμα ή περιουσία
6 παραχωρώ
7 διευθύνω
8 διανέμω
9 επιβραβεύω
10 κάνω δωρεά
11 εκχωρώ
12 χαρίζω
13 απευθύνω
14 προσδιορίζω
15 μεταβιβάζω
16 αποδίδω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assegnamento assegnatario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assediare (ρ. μτβ.)
assediato (αρσ. επίθ και ουσ)
assedio (ουσ αρσ )
assegnabile (επίθ.)
assegnamento (ουσ αρσ )
assegnare (ρ. μτβ.)
assegnatario (ουσ αρσ )
assegnato (επίθ.)
assegnazione (θηλ.ουσ)
assegno (ουσ αρσ )
assemblaggio (ουσ αρσ )
assemblare (ρ. μτβ.)
assemblea (θηλ.ουσ)
assembleare (επίθ.)
assembramento (ουσ αρσ )
assembrare (ρ. μτβ.)
assembrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assennatezza (θηλ.ουσ)
assennato (επίθ.)
assenso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---