Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assemblàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [assemˈbladʤo]

1 συναρμολόγηση
2 συναρμογή
3 μοντάρισμα
4 συνάρθρωση
5 αρμολόγηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assegno assemblare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assegnare (ρ. μτβ.)
assegnatario (ουσ αρσ )
assegnato (επίθ.)
assegnazione (θηλ.ουσ)
assegno (ουσ αρσ )
assemblaggio (ουσ αρσ )
assemblare (ρ. μτβ.)
assemblea (θηλ.ουσ)
assembleare (επίθ.)
assembramento (ουσ αρσ )
assembrare (ρ. μτβ.)
assembrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assennatezza (θηλ.ουσ)
assennato (επίθ.)
assenso (ουσ αρσ )
assentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assente (ουσ αρσ και θηλ.)
assente (επίθ.)
assenteismo (ουσ αρσ )
assenteista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---