Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassemblàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [assemˈbladʤo] 1 συναρμολόγηση 2 συναρμογή 3 μοντάρισμα 4 συνάρθρωση 5 αρμολόγηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |