Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assegnàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [asseɲˈɲato]

πληρωμή μεταφορικών κατά την παράδοση (τρόπος πληρωμής εμπορευμάτων) (στη φράση porto assegnato)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assegnatario assegnazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assedio (ουσ αρσ )
assegnabile (επίθ.)
assegnamento (ουσ αρσ )
assegnare (ρ. μτβ.)
assegnatario (ουσ αρσ )
assegnato (επίθ.)
assegnazione (θηλ.ουσ)
assegno (ουσ αρσ )
assemblaggio (ουσ αρσ )
assemblare (ρ. μτβ.)
assemblea (θηλ.ουσ)
assembleare (επίθ.)
assembramento (ουσ αρσ )
assembrare (ρ. μτβ.)
assembrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assennatezza (θηλ.ουσ)
assennato (επίθ.)
assenso (ουσ αρσ )
assentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---