Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assembràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [assemˈbrare]

1 συναθροίζω
2 συναντιέμαι

assembràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [assemˈbrarsi]

1 συνέρχομαι
2 συναθροίζομαι
3 συναντιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assembramento assennatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assemblaggio (ουσ αρσ )
assemblare (ρ. μτβ.)
assemblea (θηλ.ουσ)
assembleare (επίθ.)
assembramento (ουσ αρσ )
assembrare (ρ. μτβ.)
assembrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assennatezza (θηλ.ουσ)
assennato (επίθ.)
assenso (ουσ αρσ )
assentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assente (ουσ αρσ και θηλ.)
assente (επίθ.)
assenteismo (ουσ αρσ )
assenteista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assentimento (ουσ αρσ )
assentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assenza (θηλ.ουσ)
assenzio (ουσ αρσ )
asserire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---