Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassenteìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [assenteˈizmo] 1 αδιαφορία 2 συστηματική απουσία 3 παρατεταμένη απουσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |