Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


asserviménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asserviˈmento]

1 υποδούλωση
2 σκλάβωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assertore asservire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asserragliare (ρ. μτβ.)
asserragliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assertivo (επίθ.)
asserto (ουσ αρσ )
assertore (ουσ αρσ )
asservimento (ουσ αρσ )
asservire (ρ. μτβ.)
asservirsi (ρ.μ. (αντων.))
asserzione (θηλ.ουσ)
assessorato (ουσ αρσ )
assessore (ουσ αρσ )
assestamento (ουσ αρσ )
assestare (ρ. μτβ.)
assestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assestatezza (θηλ.ουσ)
assetare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assetato (αρσ. επίθ και ουσ)
assettamento (ουσ αρσ )
assettare (ρ. μτβ.)
assettarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---