Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assetàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [asseˈtare]

προκαλώ δίψα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assestatezza assetato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assessore (ουσ αρσ )
assestamento (ουσ αρσ )
assestare (ρ. μτβ.)
assestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assestatezza (θηλ.ουσ)
assetare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assetato (αρσ. επίθ και ουσ)
assettamento (ουσ αρσ )
assettare (ρ. μτβ.)
assettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assettato (επίθ.)
assetto (ουσ αρσ )
asseveramento (ουσ αρσ )
asseverare (ρ. μτβ.)
asseverativo (αρσ. επίθ και ουσ)
asseverazione (θηλ.ουσ)
assiale (επίθ.)
assicella (θηλ.ουσ)
assicurabile (επίθ.)
assicurare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---