Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assicuràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [assikuˈrare]

1 (fare un'assicurazione) ασφαλίζω
2 (garantire) διαβεβαιώνω

assicuràrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [assikuˈrarsi]

σιγουρεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assicurabile assicurata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asseverativo (αρσ. επίθ και ουσ)
asseverazione (θηλ.ουσ)
assiale (επίθ.)
assicella (θηλ.ουσ)
assicurabile (επίθ.)
assicurare (ρ. μτβ.)
assicurarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
assicurata (θηλ.ουσ)
assicurativo (επίθ.)
assicurato (αρσ. επίθ και ουσ)
assicuratore (ουσ αρσ )
assicuratore (επίθ.)
assicurazione (θηλ.ουσ)
assideramento (ουσ αρσ )
assiderare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assiderarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assiderato (επίθ.)
assidersi (ρ. μ. αμτβ.)
assiduità (θηλ.ουσ)
assiduo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---