Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassicuràto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [assikuˈrato] 1 ασφαλισμένος 2 εξασφαλισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |