Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassicuratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [assikuraˈtore] 1 ναυτασφαλιστής 2 ασφαλιστής assicuratóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [assikuraˈtore] 1 διαβεβαιών 2 ασφαλιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |