Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assiemàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [assjeˈmadʤo]

1 μάζεμα
2 συλλογή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assiduo assieme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assiderato (επίθ.)
assidersi (ρ. μ. αμτβ.)
assiduità (θηλ.ουσ)
assiduo (ουσ αρσ )
assiduo (επίθ.)
assiemaggio (ουσ αρσ )
assieme (επίρ.)
assiepamento (ουσ αρσ )
assiepare (ρ. μτβ.)
assieparsi (ρ. μ. αμτβ.)
assillante (επίθ.)
assillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assillo (ουσ αρσ )
assimilabile (επίθ.)
assimilabilità (θηλ.ουσ)
assimilare (ρ. μτβ.)
assimilativo (επίθ.)
assimilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
assimilazione (θηλ.ουσ)
assiolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---